«Όχι» είπε το ΣτΕ με σειρά αποφάσεων του (959-61/2023) στις αξιώσεις πρώην βουλευτών, οι οποίοι διεκδικούσαν μέσω της δικαστικής οδού, να αναπροσαρμόσουν τις αποδοχές τους στο ύψος των αποδοχών των προέδρων των Ανωτάτων Δικαστηρίων της χώρας (μαζί με τα επιδόματά τους). Οι αξιώσεις αυτές των πρώην βουλευτών αφορούσαν στο χρονικό διάστημα κατά το οποίο η χώρα βρίσκονταν σε καθεστώς μνημονίων και συγκεκριμένα από 20.2.2008 έως 30.9.2009.
Οι παραπάνω οικονομικές αξιώσεις των πρώην βουλευτών είχαν απασχολήσει αρχικά το Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών. Το συγκεκριμένο δικαστήριο είχε κάνει ενδεικτικά δεκτή αγωγή πρώην βουλευτή και για το επίδικο διάστημα του είχε επιδικάσει ποσό 74.910 ευρώ όπως και ποσό 200 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη από τη μη αναπροσαρμογή των αποδοχών του.
Ωστόσο, κατά αυτής της απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου το Δημόσιο άσκησε έφεση και έτσι της όλης υπόθεσης επιλήφθηκε το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών. Ωστόσο, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο απέρριψε την έφεση του Δημοσίου ως αβάσιμη. Συγκεκριμένα το Εφετείο έκρινε ότι η αύξηση των αποδοχών των δικαστικών λειτουργών που έγινε με το άρθρο 57 του νόμου 3691/2008 «είχε ως συνέπεια την αύξηση του ποσού της βουλευτικής αποζημίωσης».
Για το λόγο αυτό, σύμφωνα με το Εφετείο, θα έπρεπε η βουλευτική αποζημίωση να υπολογίζεται στο σύνολο των αποδοχών του ανωτάτου δικαστικού λειτουργού, στις οποίες περιλαμβάνεται ο βασικός μισθός, τα επιδόματα και οι προσαυξήσεις που λαμβάνει αυτός, σύμφωνα με το Σύνταγμα και το ειδικό μισθολόγιο των δικαστικών λειτουργών».
Ακολούθησε κατά της παραπάνω απόφασης του Εφετείου νέα προσφυγή του Δημοσίου, αυτή τη φορά στο Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ). Το Δημόσιο ζητούσε να αναιρεθεί η εφετειακή απόφαση που ελήφθη το 2020 και άναβε το «πράσινο φως» για την αναπροσαρμογή των αποδοχών των βουλευτών. Μεταξύ άλλων, στην αίτησή του προς το ΣτΕ το Δημόσιο υποστήριξε πως Διοικητικά Δικαστήρια πρώτου και δεύτερου βαθμού εσφαλμένα ερμήνευσαν το Σύνταγμα (άρθρο 63) και έκριναν ότι «επήλθε αυτόματη αύξηση της βουλευτικής αποζημίωσης στο ύψος των αποδοχών του προέδρου των Ανωτάτων Δικαστηρίων του κράτους».
Σύμφωνα ακόμη με τους ισχυρισμούς του Δημοσίου τα Διοικητικά Δικαστήρια δεν έλαβαν υπόψη τους ότι η Ολομέλεια της Βουλής (συνεδρίαση ΡΙΔ΄ της 1.4.2009) αποφάνθηκε, ομόφωνα, «να μην αυξηθεί η βουλευτική αποζημίωση κατ΄ αντιστοιχία με την αύξηση των αποδοχών των δικαστικών λειτουργών» που έγινε με το νόμο 3691/2008.
Η Ολομέλεια του ΣτΕ έκανε δεκτούς τους ισχυρισμούς του Δημοσίου και έκρινε ότι δεν είναι νόμιμη η παραδοχή του Εφετείου ότι έπρεπε να αυξηθούν οι βουλευτικές αποζημιώσεις στο ύψος των αποδοχών του προέδρου Ανωτάτου Δικαστηρίου, μετά την απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής, η οποία μάλιστα ισχύει και για το μέλλον.
Τέλος, ενδεικτικά αξίζει να αναφερθεί ότι η αξίωση ενός εκ των πρώην βουλευτών που έχουν προσφύγει στη Δικαιοσύνη ανερχόταν στο ποσό των 82.691 ευρώ. Ο ίδιος διεκδικούσε ακόμη και το ποσό των 7.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από την παράλειψη του Δημοσίου να αναπροσαρμόσει τη βουλευτική του αποζημίωση με τις αποδοχές των προέδρων των Ανωτάτων Δικαστηρίων για το διάστημα από 20.2.2008 έως 30.9.2009.