Αλλάζει η ώρα και για τους επόμενους επτά μήνες θα κινούμαστε με βάση το θερινό ωράριο.
Τα ξημερώματα της Κυριακής 26 Μαρτίου, όταν και λήγει το χειμερινό ωράριο και πρέπει να μετακινήσουμε τους δείκτες των ρολογιών μια ώρα μπροστά.
Συνεπώς, στις 3:00 τα ξημερώματα, οι δείκτες θα πρέπει να μετακινηθούν στις 4:00 και (δυνητικά) θα “χάσουμε” μια ώρα ύπνου.
Επίσημη ανακοίνωση εξέδωσε, άλλωστε, και το αρμόδιο υπουργείο Ενέργειας και Περιβάλλοντος.
«Σας υπενθυμίζουμε ότι την Κυριακή 26 Μαρτίου 2023, λήγει η εφαρμογή του μέτρου της χειμερινής ώρας, σύμφωνα με την Οδηγία 2000/84 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 19/01/2001, σχετικά με τις διατάξεις για τη χειμερινή ώρα. Οι δείκτες των ρολογιών πρέπει να μετακινηθούν μία ώρα μπροστά, δηλαδή από 03:00 π.μ. σε 04:00 π.μ..», αναφέρει χαρακτηριστικά η ανακοίνωση.
Αλλαγή ώρας: Η απόφαση του Ευρωκοινοβουλίου για την κατάργησή της που δεν εφαρμόστηκε
Τον Μάρτιο του 2019 το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είχε ψηφίσει υπέρ του τερματισμού της πρακτικής αυτής, της προσαρμογής δηλαδή των ρολογιών κατά μία ώρα την άνοιξη και το φθινόπωρο, από το 2021. «Η αλλαγή της ώρας πρέπει να καταργηθεί», είχε δηλώσει το 2018 ο τότε επικεφαλής της Κομισιόν Ζαν Κλοντ Γιούνκερ, μετά από μια σχετική διαδικτυακή έρευνα σε ολόκληρη την Ε.Ε.
Το 84% όσων πήραν μέρος σε αυτήν, είχε συμφωνήσει με το τέλος αυτής της πρακτικής.
Σημαντικό ρόλο σε αυτήν την απόφαση της κοινής γνώμης διαδραμάτισαν και οι «επιπτώσεις» από την αλλαγή ώρας στο βιολογικό ρολόι, όπως η δυσκολία στην άμεση προσαρμογή.
Ωστόσο, η πανδημία κορωνοϊού και στη συνέχεια ο πόλεμος στην Ουκρανία πήγαν πίσω τον σχεδιασμό.
Ο «πατέρας» της αλλαγής ώρας
Η θερινή ώρα, Daylight Saving Time, DST, επί το αγγλικότερον, είναι η αλλαγή της ώρας που ένα κράτος διαλέγει να υιοθετήσει για ένα χρονικό διάστημα του έτους.
Η αλλαγή αυτή γενικά είναι κατά μία ώρα μπροστά από την ηλιακή ώρα. Βασίζεται σε ένα σύστημα που σκοπό έχει την καλύτερη αξιοποίηση του φωτός της ημέρας για εξοικονόμηση ενέργειας.
Υπογραμμίζεται ότι το τμήμα του παγκόσμιου πληθυσμού που επιλέγει να γυρίζει τους δείκτες των ρολογιών του κάθε έξι μήνες, καθώς σχεδόν όλες οι Ασιατικές και Αφρικανικές χώρες δεν συμμετέχουν.
Η ιδέα αποδίδεται στον Βενιαμίν Φραγκλίνο το πολύ μακρινό 1784 ώστε να υπάρχει διαθέσιμο περισσότερο φυσικό φως κατά τους θερινούς μήνες.
Έναν αιώνα αργότερα υποστήριξε την πρόταση αυτή ο Γουίλιαμ Γουίλετ, ένας Βρετανός επιχειρηματίας που ασχολούνταν με την οικοδομή. Ο Γουίλετ μάλιστα είχε αρθρογραφήσει για το θέμα το 1907 με τίτλο Waste of Daylight, αλλά τελικά δεν κατάφερε να πείσει την Βρετανική κυβέρνηση.
Η τρέχουσα αλλαγή της ώρας, όπως τη γνωρίζουμε δηλαδή σήμερα, βασίστηκε στην πιο επιστημονική προσέγγιση του Νεοζηλανδού εντοµολόγου, Τζορτζ Χάντσον. Ο ίδιος παρατήρησε ότι η μεγαλύτερη διάρκεια της μέρας τους μήνες του καλοκαιριού τον βοηθούσε να συλλέξει περισσότερα έντοµα. Ετσι, έκανε τη σχετική πρόταση το 1895.
Πότε εφαρμόστηκε πρώτη φορά στην Ελλάδα
Πότε όμως εφαρμόστηκε για πρώτη φορά η θερινή και η χειμερινή ώρα στην Ελλάδα; Ο δημοσιογράφος, συγγραφέας και νυν Αντιδήμαρχος Αθηναίων Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς σε παλαιότερη αναφορά του στο ιστορικό έντυπο “Ο Μικρός Ρωμηός” αναφέρεται στο ζήτημα: “Ελάχιστα γνωστό είναι το γεγονός πως η μετατόπιση των ρολογιών κατά μία ώρα πίσω το χειμώνα και μία ώρα μπροστά το καλοκαίρι δεν είναι μέτρο που λήφθηκε τα τελευταία χρόνια.
Οι πρώτες μνείες στην Ελλάδα για την ανάγκη εφαρμογής του μέτρου, το οποίο ήδη ίσχυε σε όλα τα ευρωπαϊκά κράτη και στην Αμερική, σημειώνονται το 1925! Η αρχική δειλή εφαρμογή του, πρώτα στα ωράρια των καταστημάτων, ξεκίνησε το 1927. Η πλήρης εφαρμογή του μέτρου, με τη μορφή που το γνωρίζουμε στις ημέρες μας έγινε στις 6 Ιουλίου 1932 και με αφορμή τη μεγάλη οικονομική κρίση που είχε ξεσπάσει. Σκοπός η εξοικονόμηση ενέργειας, κυρίως ηλεκτρικού ρεύματος.
Για την ενημέρωση του κοινού εκδόθηκε ανακοίνωση του Υπουργικού Συμβουλίου που ανέφερε ότι “κατόπιν εντολής των αρμοδίων υπουργείων προς απάσας τας υπηρεσίας του κράτους, το παρελθόν μεσονύκτιον τα ωρολόγια επροχώρησαν κατά μίαν ώραν. Η θερινή ώρα ισχύει δι’ όλην εν γένει την ζωήν του τόπου, αύτη δε λαμβάνεται υπ’ όψιν δι’ όλας τας υπό των νόμων, διαταγμάτων κ.λπ. οριζομένας περιπτώσεις”.
Οι οδηγίες που εκδόθηκαν ήταν ιδιαίτερα αναλυτικές για τα καταστήματα, τα γραφεία, τις δημόσιες υπηρεσίες, τα εργοστάσια, τις εταιρείες, ενώ στην εφαρμογή ενεπλάκη ενεργά και το Αστεροσκοπείο Αθηνών. Το μέτρο λειτούργησε επί διετία για να ατονήσει σταδιακά και να επανεμφανιστεί στα δύσκολα χρόνια της Κατοχής.
Μεταπολεμικά το μέτρο επανήλθε στην επικαιρότητα στις αρχές της δεκαετίας του 1950. Συγκεκριμένα εφαρμόσθηκε το 1952, χωρίς ωστόσο να έχει τα αναμενόμενα αποτελέσματα εξοικονόμησης ενέργειας, σύμφωνα με τις μελέτες της Ηλεκτρικής Εταιρείας (:αργότερα ΔΕΗ). Το μέτρο ατόνησε και πάλι για να εισαχθεί εκ νέου, με λακωνική κυβερνητική ανακοίνωση, στις 13 Απριλίου 1975, όταν η Ελλάδα εναρμονίστηκε με τα ισχύοντα στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες”.